Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρασίλα οι κρασίλες
      γενική της κρασίλας
    αιτιατική την κρασίλα τις κρασίλες
     κλητική κρασίλα κρασίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρασίλα < κρασ(ί) + -ίλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρασίλα θηλυκό

  • η μυρωδιά του κρασιού, συνήθως όταν θέλουμε να δείξουμε δυσαρέσκεια για αυτήν

  Μεταφράσεις επεξεργασία