ενικός         πληθυντικός  
vinasse vinasses

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

vinasse (fr) θηλυκό

  1. (τεχνολογία) υγρό υπόλειμμα οινοπνευματωδών ποτών· υπόλειμμα της παραγωγής ζάχαρης
  2. το παλιόκρασο