Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιόκρασο < παλιο- + κρασί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλιόκρασο ουδέτερο

  1. κρασί κακής ποιότητας
    μας υποσχέθηκαν ότι θα πιούμε ένα παλιό καλό κρασί, αλλά μας σέρβιραν ένα παλιόκρασο

  Μεταφράσεις επεξεργασία