Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαδίλα οι λαδίλες
      γενική της λαδίλας
    αιτιατική τη λαδίλα τις λαδίλες
     κλητική λαδίλα λαδίλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λαδίλα < λάδ(ι) + -ίλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λαδίλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία