Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νωθρότητα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
νωθρότητ
α
οι
νωθρότητ
ες
γενική
της
νωθρότητ
ας
των
νωθροτήτ
ων
αιτιατική
τη
νωθρότητ
α
τις
νωθρότητ
ες
κλητική
νωθρότητ
α
νωθρότητ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νωθρότητα
<
αρχαία ελληνική
νωθρότης
<
νωθρός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νωθρότητα
θηλυκό
το να είναι κάποιος
νωθρός
, η
ιδιότητα
του
νωθρού
Συνώνυμα
επεξεργασία
ραθυμία
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
νωθρός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νωθρότητα
αγγλικά
:
indolence
(en)
,
sloth
(en)
,
sluggishness
(en)
,
idleness
(en)
γαλλικά
:
abêtissement
(fr)