indolence
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- indolence < (άμεσο δάνειο) γαλλική indolence (από το 1603)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαindolence (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
indolence | indolences |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαindolence (fr) θηλυκό