Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νωχέλεια οι νωχέλειες
      γενική της νωχέλειας των νωχελειών
    αιτιατική τη νωχέλεια τις νωχέλειες
     κλητική νωχέλεια νωχέλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νωχέλεια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή νωχέλεια < αρχαία ελληνική νωχελία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /noˈçe.li.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νω‐χέ‐λει‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νωχέλεια θηλυκό

  1. η κατάσταση ή ιδιότητα του ατόμου που αποφεύγει κάθε πνευματική ή σωματική προσπάθεια λόγω αδιαφορίας ή ανίας
  2. ό,τι χαρακτηρίζει την συγκεκριμένη κατάσταση ή ιδιότητα
  3. η βραδύτητα, η οκνηρία στο σώμα και στο νου

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία