χρυσοκάνθαρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χρυσοκάνθαρος | οι | χρυσοκάνθαροι |
γενική | του | χρυσοκάνθαρου & χρυσοκανθάρου |
των | χρυσοκάνθαρων & χρυσοκανθάρων |
αιτιατική | τον | χρυσοκάνθαρο | τους | χρυσοκάνθαρους & χρυσοκανθάρους |
κλητική | χρυσοκάνθαρε | χρυσοκάνθαροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρυσοκάνθαρος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική χρυσοκάνθαρος[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xɾi.soˈkan.θa.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρυ‐σο‐κάν‐θα‐ρος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρυσοκάνθαρος αρσενικό
- (έντομο) η χρυσόμυγα
- (έντομο) η μηλολόνθη
- (μεταφορικά, ειρωνικό, παρωχημένο) ο νεόπλουτος, ο πλουτοκράτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρυσοκάνθαρος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χρυσοκάνθαρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας