πλουτοκράτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπλουτοκράτης αρσενικό
- το άτομο που κατέχει μεγάλη περιουσία και μέρος των μέσων παραγωγής, που “ζει στην χλιδή”, ο πλούσιος.
- (κοινωνία) το άτομο που ανήκει στην αστική τάξη.
Μεταφράσεις
επεξεργασία πλουτοκράτης
|