χρυσομπάμπουρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χρυσομπάμπουρας | οι | χρυσομπάμπουρες |
γενική | του | χρυσομπάμπουρα | των | χρυσομπάμπουρων |
αιτιατική | τον | χρυσομπάμπουρα | τους | χρυσομπάμπουρες |
κλητική | χρυσομπάμπουρα | χρυσομπάμπουρες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χρυσομπάμπουρας < χρυσο- + μπάμπουρας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρυσομπάμπουρας αρσενικό
- (έντομο) το χρυσοσκάθαρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρυσομπάμπουρας
|