Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρυσοσκάθαρο τα χρυσοσκάθαρα
      γενική του χρυσοσκάθαρου των χρυσοσκάθαρων
    αιτιατική το χρυσοσκάθαρο τα χρυσοσκάθαρα
     κλητική χρυσοσκάθαρο χρυσοσκάθαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

το χρυσοσκάθαρο (el) ουδέτερο (λαϊκή ταξινομία)

  1. κετόνια, Cetonia aurata, χρυσός σκαραβαίος, ελληνικός χρυσομπάμπουρας, η χρυσόμυγα (όμως δεν αποτελεί είδος μύγας)
  2. ένα από τα είδη χρυσομελίδας (χρυσή Cassidinae), χρυσομπάμπουρας (όμως σκαθάρι και όχι μέλισσα)


Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Κωνσταντίνος Ράδος - Ο καπετάν Σάββας (1910), "Ποῦ τὤξερα μωρ' ἐγὼ πῶς ἔχει χρυσοσκάθαρο στὴν Ἀλεξάντρα!" [1]