χρυσοσκάθαρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχρυσοσκάθαρο ουδέτερο
- (έντομο) ο χρυσοκάνθαρος
- ※ Πού το ’ξερα, μωρ’ εγώ, πως έχει χρυσοσκάθαρο στην Αλεξάντρα! (Κωνσταντίνος Ράδος, Ο καπετάν Σάββας (1910))
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρυσοσκάθαρο
|