Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πριμούλα οι πριμούλες
      γενική της πριμούλας
    αιτιατική την πριμούλα τις πριμούλες
     κλητική πριμούλα πριμούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πριμούλα < πρίμουλα με μετακίνηση τόνου

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πριμούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία