Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρίμουλα οι πρίμουλες
      γενική της πρίμουλας
    αιτιατική την πρίμουλα τις πρίμουλες
     κλητική πρίμουλα πρίμουλες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Πρίμουλα auricula.

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρίμουλα < (λόγιο δάνειο) λατινική primula. Ονομάστηκε έτσι από τον βοτανολόγο Κάρολο Λινναίο (1707‑1778), επειδή ανθίζει πρώτη / νωρίς [1], θηλυκό του primulus, υποκοριστικό του primus

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρίμουλα θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Primula στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Hyam Roger, Pankhurst Richard, Plants and their Names. A Concise Dictionary, εκδ. Oxford University Press, 1995)

  Πηγές επεξεργασία