Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

primulus < primus + υποκοριστικό επίθημα -ulus

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpriː.mu.lus/
τυπογραφικός συλλαβισμός: pri‐mu‐lus

  Επίθετο επεξεργασία

primulus

Κλίση επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική primulus primula primulum primulī primulae primula
γενική primulī primulae primulī primulōrum primulārum primulōrum
δοτική primulō primulae primulō primulīs primulīs primulīs
αιτιατική primulum primulam primulum primulōs primulās primula
κλητική primule primula primulum primulī primulae primula
αφαιρετική primulō primulā primulō primulīs primulīs primulīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)

  Πηγές επεξεργασία