δρακάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δρακάκι | τα | δρακάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | δρακάκι | τα | δρακάκια |
κλητική | δρακάκι | δρακάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δρακάκι < δράκος + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
δρακάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
δρακάκι
|