↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα πασχαλόγιορτα
      γενική των πασχαλόγιορτων
    αιτιατική τα πασχαλόγιορτα
     κλητική πασχαλόγιορτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πασχαλόγιορτα < πασχαλιόγιορτα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πασχαλόγιορτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία