αγριοπασχαλιά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αγριοπασχαλιά θηλυκό
- (βοτανική) το φυτό Melia azedarch, της οικογένειας των μελιιδών
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- μελία η Αζεδαράχειος
- ψευδομελία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αγριοπασχαλιά