αντίπασχα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντίπασχα < μεσαιωνική ελληνική ἀντίπασχα < ἀντί + Πάσχα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντίπασχα ουδέτερο άκλιτο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντίπασχα