Easter
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
Easter | Easters |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Easter < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική ēastre < Ēastre < πρωτογερμανική *Austrǭ
Προφορά
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαEaster (en)
- (χριστιανισμός) το Πάσχα χριστιανικό, πασχαλινός
- ⮡ This year Easter falls early/late.
- Φέτος το Πάσχα πέφτει νωρίς/αργά.
- ⮡ Last year we had Easter in April/in May.
- Πέρυσι είχαμε Πάσχα τον Απρίλιο/το Μάιο.
- ⮡ Catholic Easter - το Πάσχα των καθολικών
- ⮡ They use the guts of the lamb for Easter soup.
- Χρησιμοποιούν τα σπλάχνα του αρνιού για Πασχαλινή σούπα.
- ⮡ This year Easter falls early/late.
- πασχαλινή περίοδος
- (θρησκεία) παγανιστική εορτή προς τιμήν της θεότητας Eostre ή Ostara που γιορταζόταν την περίοδο της εαρινής ισημερίας ή γενικότερα τον μήνα Απρίλιο
Πηγές
επεξεργασία- Easter - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- Easter - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
- Easter - Oxford Learner's Dictionaries