Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιρλανδική διάβαση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική Irish + crossing

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ιρλανδική διάβαση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία