κροσέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κροσέ < γαλλική crochet < μέση γαλλική crochet < παλαιά γαλλική crochet / crokét < croc < πρωτογερμανική *krōkaz (γάντζος) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gerg- (τυλίγω, συστρέφω)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kɾoˈse/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρο‐σέ
Ουσιαστικό επεξεργασία
κροσέ ουδέτερο άκλιτο
- βελόνα για πλέξιμο με γυριστή / αγκιστρωτή απόληξη
- (κατ’ επέκταση) ο τρόπος πλέξης που γίνεται με τέτοια βελόνα ή (συνεκδοχικά) το πλεκτό που πλέκεται έτσι
- (μεταφορικά) είδος πυγμαχικού χτυπήματος
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Hook (boxing) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
βελόνα, πλέξιμο