Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
ντιρέκτ

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντιρέκτ < αγγλική direct

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντιρέκτ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία