αρμενοβελόνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααρμενοβελόνα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) μεγάλη βελόνα (σακοράφα) για να ράβουν τα ιστία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρμενοβελόνα
|
αρμενοβελόνα θηλυκό
|