σακοράφα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σακοράφα | οι | σακοράφες |
γενική | της | σακοράφας | — | |
αιτιατική | τη | σακοράφα | τις | σακοράφες |
κλητική | σακοράφα | σακοράφες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σακοράφα < σακοράφι + -α < μεσαιωνική ελληνική σακκοράφιον < (ελληνιστική κοινή) σακκοράφος (εννοείται: βελόνη) < σάκκος + ράβω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασακοράφα θηλυκό
- μεγάλη βελόνα, με την οποία ράβουμε κάτι με σπάγγο
- Διότι, εἶπε ὁ σιδηρουργὸς, ἐὰν ὁ μαστορής σου τύχει νὰ χάσει τὴ σακοράφα του, ἠμπορεῖ νὰ περάσει μία κλωστὴ πέρα πέρα ἀπὸ τ' αὐτιά σου καὶ νὰ ἐξακολουθήσει τὸ ἔργο του. (Γεώργιος Βιζυηνός, Ο Τρομάρας)