Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σακοβελόνα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σακοβελόν
α
οι
σακοβελόν
ες
γενική
της
σακοβελόν
ας
των
σακοβελον
ών
αιτιατική
τη
σακοβελόν
α
τις
σακοβελόν
ες
κλητική
σακοβελόν
α
σακοβελόν
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σακοβελόνα
<
σάκ(ος)
+
-ο-
+
βελόνα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σακοβελόνα
θηλυκό
μεγάλη
βελόνα
με την οποία
ράβουμε
σάκους
ή χοντρά
υφάσματα
Συνώνυμα
επεξεργασία
σακοράφα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σακοβελόνα