↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σακκοράφος οι σακκοράφοι
      γενική του σακκοράφου των σακκοράφων
    αιτιατική τον σακκοράφο τους σακκοράφους
     κλητική σακκοράφε σακκοράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σακκοράφος < αρχαία ελληνική σακκοράφος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σακκοράφος αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ σακκοράφος τὸ σακκοράφον οἱ, αἱ σακκοράφοι τὰ σακκοράφα
Γενική τοῦ, τῆς σακκοράφου τοῦ σακκοράφου τῶν σακκοράφων τῶν σακκοράφων
Δοτική τῷ, τῇ σακκοράφῳ τῷ σακκοράφῳ τοῖς, ταῖς σακκοράφοις τοῖς σακκοράφοις
Αιτιατική τὸν, τὴν σακκοράφον τὸ σακκοράφον τοὺς, τὰς σακκοράφους τὰ σακκοράφα
Κλητική σακκοράφε σακκοράφον σακκοράφοι σακκοράφα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική σακκοράφω
Γενική-Δοτική σακκοράφοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σακκοράφος < σάκκος + ραφή + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

σακκοράφος, -ος, -ον

Συγγενικά

επεξεργασία