καρφοβελόνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- καρφοβελόνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαρφοβελόνα θηλυκό
- (κιγκαλερία) είδος λεπτής πρόκας συνήθως με πολύ μικρό κεφάλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία καρφοβελόνα
|
καρφοβελόνα θηλυκό
|