απανωβελονιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απανωβελονιά | οι | απανωβελονιές |
γενική | της | απανωβελονιάς | των | απανωβελονιών |
αιτιατική | την | απανωβελονιά | τις | απανωβελονιές |
κλητική | απανωβελονιά | απανωβελονιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααπανωβελονιά θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία απανωβελονιά
|