βελονιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ve.loˈɲa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐λο‐νιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαβελονιάζω, αόρ.: βελόνιασα, παθ.φωνή: βελονιάζομαι, π.αόρ.: βελονιάστηκα, μτχ.π.π.: βελονιασμένος
- περνώ από την τρύπα ενός βελονιού μια κλωστή
- (κατ’ επέκταση) ράβω (πρόχειρα)
- (κατ’ επέκταση) αρμαθιάζω
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βελόνα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βελονιάζω | βελόνιαζα | θα βελονιάζω | να βελονιάζω | βελονιάζοντας | |
β' ενικ. | βελονιάζεις | βελόνιαζες | θα βελονιάζεις | να βελονιάζεις | βελόνιαζε | |
γ' ενικ. | βελονιάζει | βελόνιαζε | θα βελονιάζει | να βελονιάζει | ||
α' πληθ. | βελονιάζουμε | βελονιάζαμε | θα βελονιάζουμε | να βελονιάζουμε | ||
β' πληθ. | βελονιάζετε | βελονιάζατε | θα βελονιάζετε | να βελονιάζετε | βελονιάζετε | |
γ' πληθ. | βελονιάζουν(ε) | βελόνιαζαν βελονιάζαν(ε) |
θα βελονιάζουν(ε) | να βελονιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βελόνιασα | θα βελονιάσω | να βελονιάσω | βελονιάσει | ||
β' ενικ. | βελόνιασες | θα βελονιάσεις | να βελονιάσεις | βελόνιασε | ||
γ' ενικ. | βελόνιασε | θα βελονιάσει | να βελονιάσει | |||
α' πληθ. | βελονιάσαμε | θα βελονιάσουμε | να βελονιάσουμε | |||
β' πληθ. | βελονιάσατε | θα βελονιάσετε | να βελονιάσετε | βελονιάστε | ||
γ' πληθ. | βελόνιασαν βελονιάσαν(ε) |
θα βελονιάσουν(ε) | να βελονιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βελονιάσει | είχα βελονιάσει | θα έχω βελονιάσει | να έχω βελονιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις βελονιάσει | είχες βελονιάσει | θα έχεις βελονιάσει | να έχεις βελονιάσει | έχε βελονιασμένο | |
γ' ενικ. | έχει βελονιάσει | είχε βελονιάσει | θα έχει βελονιάσει | να έχει βελονιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βελονιάσει | είχαμε βελονιάσει | θα έχουμε βελονιάσει | να έχουμε βελονιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε βελονιάσει | είχατε βελονιάσει | θα έχετε βελονιάσει | να έχετε βελονιάσει | έχετε βελονιασμένο | |
γ' πληθ. | έχουν βελονιάσει | είχαν βελονιάσει | θα έχουν βελονιάσει | να έχουν βελονιάσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) βελονιασμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) βελονιασμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) βελονιασμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) βελονιασμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βελονιάζομαι | βελονιαζόμουν(α) | θα βελονιάζομαι | να βελονιάζομαι | ||
β' ενικ. | βελονιάζεσαι | βελονιαζόσουν(α) | θα βελονιάζεσαι | να βελονιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | βελονιάζεται | βελονιαζόταν(ε) | θα βελονιάζεται | να βελονιάζεται | ||
α' πληθ. | βελονιαζόμαστε | βελονιαζόμαστε βελονιαζόμασταν |
θα βελονιαζόμαστε | να βελονιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | βελονιάζεστε | βελονιαζόσαστε βελονιαζόσασταν |
θα βελονιάζεστε | να βελονιάζεστε | (βελονιάζεστε) | |
γ' πληθ. | βελονιάζονται | βελονιάζονταν βελονιαζόντουσαν |
θα βελονιάζονται | να βελονιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βελονιάστηκα | θα βελονιαστώ | να βελονιαστώ | βελονιαστεί | ||
β' ενικ. | βελονιάστηκες | θα βελονιαστείς | να βελονιαστείς | βελονιάσου | ||
γ' ενικ. | βελονιάστηκε | θα βελονιαστεί | να βελονιαστεί | |||
α' πληθ. | βελονιαστήκαμε | θα βελονιαστούμε | να βελονιαστούμε | |||
β' πληθ. | βελονιαστήκατε | θα βελονιαστείτε | να βελονιαστείτε | βελονιαστείτε | ||
γ' πληθ. | βελονιάστηκαν βελονιαστήκαν(ε) |
θα βελονιαστούν(ε) | να βελονιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βελονιαστεί | είχα βελονιαστεί | θα έχω βελονιαστεί | να έχω βελονιαστεί | βελονιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις βελονιαστεί | είχες βελονιαστεί | θα έχεις βελονιαστεί | να έχεις βελονιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει βελονιαστεί | είχε βελονιαστεί | θα έχει βελονιαστεί | να έχει βελονιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βελονιαστεί | είχαμε βελονιαστεί | θα έχουμε βελονιαστεί | να έχουμε βελονιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε βελονιαστεί | είχατε βελονιαστεί | θα έχετε βελονιαστεί | να έχετε βελονιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βελονιαστεί | είχαν βελονιαστεί | θα έχουν βελονιαστεί | να έχουν βελονιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι βελονιασμένος - είμαστε, είστε, είναι βελονιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν βελονιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν βελονιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι βελονιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι βελονιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι βελονιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι βελονιασμένοι |