Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρμαθιάζω < αρμαθιά

  Ρήμα επεξεργασία

αρμαθιάζω

  1. κάνω αρμαθιές
  2. βάζω στη σειρά

  Μεταφράσεις επεξεργασία