thread
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
thread | threads |
thread (en)
- το νήμα, η κλωστή, ο μίτος
- ⮡ The kitten tangled up my thread.
- Το γατάκι μου έμπλεξε το νήμα.
- ⮡ The kitten tangled up my thread.
- σπείρωμα βίδας
- (πληροφορική) νήμα [1]
- ※ an application can be running in multiple threads and serving multiple clients at once [2]
- μια εφαρμογή μπορεί να εκτελείται σε πολλά νήματα και να εξυπηρετεί πολλούς πελάτες ταυτόχρονα,
- ※ an application can be running in multiple threads and serving multiple clients at once [2]
Υπώνυμα
επεξεργασίαπληροφορική:
Παράγωγα
επεξεργασίαπληροφορική:
Δείτε επίσης
επεξεργασία- thread στην αγγλική Βικιπαίδεια
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | thread |
γ΄ ενικό ενεστώτα | threads |
αόριστος | threaded |
παθητική μετοχή | threaded |
ενεργητική μετοχή | threading |
thread (en)
- (μεταβατικό) περνάω κλωστή σε μια βελόνα
- ⮡ I thread a needle.
- Περνάω κλωστή σε μια βελόνα.
- ⮡ I thread a needle.
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Αρχιτεκτονική Υπολογιστών, σελ. 41, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών - Τμήμα Πληροφορικής. Ανάκτηση 15/10/2019
- ↑ (αγγλικά) Understanding Contexts in Flask. Δημοσίευση 2014-08-14. Αρχειοθέτηση 2020-03-18. Πρόσβαση 2020-10-08.
Πηγές
επεξεργασία- thread (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- thread (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ