μίτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μίτος | οι | μίτοι |
γενική | του | μίτου | των | μίτων |
αιτιατική | τον | μίτο | τους | μίτους |
κλητική | μίτε | μίτοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μίτος < αρχαία ελληνική μίτος < ίσως[1] πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mey- (δένω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμίτος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- ο μίτος της Αριάδνης
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ «Because of the uncertain meaning, all explanations are hypothetical.» Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.