καπλαντοβελόνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καπλαντοβελόνα < καπλαντ(ίζω) + -ο- + βελόνα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαπλαντοβελόνα θηλυκό
- βελόνα για να καπλαντίζουν παπλώματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία καπλαντοβελόνα
|
καπλαντοβελόνα θηλυκό
|