βελονισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βελονισμός < βελόνα + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική acupuncture)
Ουσιαστικό επεξεργασία
βελονισμός αρσενικό
- (ιατρική) παραδοσιακή κινέζικη θεραπευτική τεχνική που συνίσταται στη χρήση βελονών οι οποίες τοποθετούνται σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος για να θεραπεύσουν τον πόνο ή κάποιες ασθένειες
- αν και ο βελονισμός δεν είναι επιστημονικά θεμελιωμένος σύμφωνα με τα πρότυπα της δυτικής ιατρικής, χιλιάδες ασθενείς σε όλον τον κόσμο καταφεύγουν σε αυτόν ως μια μορφή εναλλακτικής θεραπείας
Συγγενικά επεξεργασία
- βελονιστής
- βελονίστρια
- → δείτε τη λέξη βελόνα
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βελονισμός