βελονίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βελονίστρια < βελονιστής + -τρια < βελονισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβελονίστρια θηλυκό
- (νεολογισμός, επάγγελμα) θηλυκό του βελονιστής
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις βελονισμός και βελόνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία βελονίστρια
|