Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καλτσοβελόνα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
καλτσοβελόν
α
οι
καλτσοβελόν
ες
γενική
της
καλτσοβελόν
ας
των
καλτσοβελον
ών
αιτιατική
την
καλτσοβελόν
α
τις
καλτσοβελόν
ες
κλητική
καλτσοβελόν
α
καλτσοβελόν
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καλτσοβελόνα
<
κάλτσα
+
-ο-
+
βελόνα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καλτσοβελόνα
θηλυκό
βελόνα
που χρησιμοποιείται στο
πλέξιμο
καλτσών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καλτσοβελόνα