Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
Spritze
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γερμανικά
(de)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
die
Spritze
die
Spritze
n
γενική
der
Spritze
der
Spritze
n
δοτική
der
Spritze
den
Spritze
n
αιτιατική
die
Spritze
die
Spritze
n
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Spritze
(de)
θηλυκό
η
σύριγγα
η
ένεση
≈
συνώνυμα
:
Injektion