↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συρίγγιο τα συρίγγια
      γενική του συριγγίου
συρίγγιου
των συριγγίων
    αιτιατική το συρίγγιο τα συρίγγια
     κλητική συρίγγιο συρίγγια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συρίγγιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συρίγγιον, ήδη τον Ιπποκράτη[1], υποκοριστικό του σῦριγξ, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fistule

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siˈɾiŋ.ɟi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐ρίγ‐γι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συρίγγιο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. σύριγγα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.