εισχωρήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεισχωρήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εισχωρώ
- θα εισχωρήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εισχωρώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεισχωρήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εισχώρηση