κονδύλιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κονδύλιο | τα | κονδύλια |
γενική | του | κονδύλιου & κονδυλίου |
των | κονδύλιων & κονδυλίων |
αιτιατική | το | κονδύλιο | τα | κονδύλια |
κλητική | κονδύλιο | κονδύλια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κονδύλιο < μεσαιωνική ελληνική κονδύλι(ν) < ελληνιστική κοινή κονδύλιον, υποκοριστικό του κόνδυ (κύπελλο, ποτήρι) (παρετυμολογικά προς το κοντύλι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίακονδύλιο ουδέτερο
- άλλη μορφή του κονδύλι
Μεταφράσεις
επεξεργασία κονδύλιο
|