κόνδυ
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
κονδῠ- | |||||
ονομαστική | τὸ | κόνδῠ | τὰ | κόνδῠᾰ | |
γενική | τοῦ | κόνδῠος | τῶν | κονδῠ́ων | |
δοτική | τῷ | κόνδῠῐ̈ | τοῖς | κόνδῠσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | κόνδῠ | τὰ | κόνδῠᾰ | |
κλητική ὦ! | κόνδῠ | κόνδῠᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κόνδῠε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | κονδῠ́οιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κόνδυ' όπως «κόνδυ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κόνδυ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακόνδυ ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- κόνδυ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.