γόνδολα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γόνδολα | οι | γόνδολες |
γενική | της | γόνδολας | — | |
αιτιατική | τη | γόνδολα | τις | γόνδολες |
κλητική | γόνδολα | γόνδολες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γόνδολα < (αντιδάνειο) (λόγιο δάνειο) βενετική gondola < ελληνιστική κοινή κόνδυ [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγόνδολα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) είδος βάρκας μήκους περίπου 10 μέτρων με πλώρη σε σχήμα S που κατευθύνεται από έναν μόνο κωπηλάτη (το γονδολιέρη) και χρησιμοποιείται στα κανάλια της Βενετίας
- μόνιππη άμαξα, συνήθης στις χώρες της Ευρώπης κατά τον 18ο - 19ο αιώνα. Το όνομά της οφειλόταν στο σχήμα της που το πίσω μέρος κατέληγε οξύμορφο, θυμίζοντας έτσι την γόνδολα με την καμπονέρα (καμπίνα)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ γόνδολα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας