↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γόνδολα οι γόνδολες
      γενική της γόνδολας
    αιτιατική τη γόνδολα τις γόνδολες
     κλητική γόνδολα γόνδολες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μια γόνδολα στη Βενετία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γόνδολα < (αντιδάνειο) (λόγιο δάνειο) βενετική gondola < ελληνιστική κοινή κόνδυ [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γόνδολα θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) είδος βάρκας μήκους περίπου 10 μέτρων με πλώρη σε σχήμα S που κατευθύνεται από έναν μόνο κωπηλάτη (το γονδολιέρη) και χρησιμοποιείται στα κανάλια της Βενετίας
  2. μόνιππη άμαξα, συνήθης στις χώρες της Ευρώπης κατά τον 18ο - 19ο αιώνα. Το όνομά της οφειλόταν στο σχήμα της που το πίσω μέρος κατέληγε οξύμορφο, θυμίζοντας έτσι την γόνδολα με την καμπονέρα (καμπίνα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία