γονδολιέρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γονδολιέρης < (ορθογραφικό δάνειο) βενετική gondolier + -ης[1]. Μορφολογικά αναλύεται σε γόνδολ(α) + -ιέρης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣon.ðoˈʎe.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γον‐δο‐λιέ‐ρης
Ουσιαστικό επεξεργασία
γονδολιέρης αρσενικό
- (ναυτικός όρος, επάγγελμα) ο κωπηλάτης που οδηγεί μια γόνδολα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γονδολιέρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας