κοντύλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοντύλι | τα | κοντύλια |
γενική | του | κοντυλιού | των | κοντυλιών |
αιτιατική | το | κοντύλι | τα | κοντύλια |
κλητική | κοντύλι | κοντύλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- κοντύλι < μεσαιωνική ελληνική κοντύλι(ν) < ελληνιστική κοινή κονδύλιον < αρχαία ελληνική κόνδυλος < κονδός < κοντός < κεντέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱent-
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακοντύλι ουδέτερο
- καλαμένιο όργανο γραφής, με το οποία παλαιότερα έγραφαν πάνω στην πλάκα οι μικροί μαθητές. Ως γραφίδα χρησιμοποιούσαν ένα κομμάτι καλάμι κομμένο από έναν κόνδυλο (δηλ. κόμπο) σε άλλο.
- άλλη μορφή του κονδύλι: δαπάνη ή έξοδο που αναγράφεται σε προϋπολογισμό ή άλλο λογαριασμό
Συγγενικά
επεξεργασία- κόνδυλος
- κονδυλώδης
- κονδύλωμα
- κοντυλένιος
- κοντυλιά / κονδυλιά
- Κοντυλιά
- → δείτε τις λέξεις κονδύλι και κοντός
Σύνθετα
επεξεργασία- κονδυλόρριζος
- κοντυλογραμμένος
- κοντυλοφόρος / κονδυλοφόρος
- μονοκοντυλιά / μονοκονδυλιά
- χρυσοκοντυλιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία κοντύλι