Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοντυλογραμμένος η κοντυλογραμμένα το κοντυλογραμμένο
      γενική του κοντυλογραμμένου της κοντυλογραμμένας του κοντυλογραμμένου
    αιτιατική τον κοντυλογραμμένο την κοντυλογραμμένα το κοντυλογραμμένο
     κλητική κοντυλογραμμένε κοντυλογραμμένα κοντυλογραμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοντυλογραμμένοι οι κοντυλογραμμένες τα κοντυλογραμμένα
      γενική των κοντυλογραμμένων των κοντυλογραμμένων των κοντυλογραμμένων
    αιτιατική τους κοντυλογραμμένους τις κοντυλογραμμένες τα κοντυλογραμμένα
     κλητική κοντυλογραμμένοι κοντυλογραμμένες κοντυλογραμμένα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοντυλογραμμένος < κοντύλ(ι) + -ο- + γραμμένος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kon.di.lo.ɣɾaˈme.nos/

  Μετοχή επεξεργασία

κοντυλογραμμένος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία