κόνδυλος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κόνδυλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κόνδυλος < κονδός < κοντός < κεντέω < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱent- σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική tubercule[1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κόνδυλος αρσενικό
- (ανατομία) προεξοχή οστού με κυλινδρικό σχήμα, η οποία ως μέρος μιας άρθρωσης, περιορίζει τις κινήσεις του οστού εντός ορισμένων ορίων
- (βοτανική) υπόγειος βλαστός με αποταμιευτικό ρόλο
- (γεωλογία) στρογγυλεμένος ακανόνιστος όγκος ορυκτών ουσιών, με σύσταση τελείως διαφορετική από τα πετρώματα που τις περικλείουν
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προεξοχή
|
γεωλογία - αλλοβήσσαλο
|
Επεξεργασία
- ↑ «κόνδυλος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.