προσφάι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προσφάι | τα | προσφάια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | προσφάι | τα | προσφάια |
κλητική | προσφάι | προσφάια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προσφάι < μεσαιωνική ελληνική προσφάγι < (ελληνιστική κοινή) προσφάγιον
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
προσφάι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, προφορικό) άλλη μορφή του προσφάγι
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προσφάι
|