προσφάγι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προσφάγι | τα | προσφάγια |
γενική | του | προσφαγιού | των | προσφαγιών |
αιτιατική | το | προσφάγι | τα | προσφάγια |
κλητική | προσφάγι | προσφάγια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προσφάγι < μεσαιωνική ελληνική προσφάγι < (ελληνιστική κοινή) προσφάγιον < πρός + αρχαία ελληνική φαγεῖν
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσφάγι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) πρόχειρο ή φτωχικό γεύμα, μικρή ποσότητα τροφής (όπως τυρί ή παστό ψάρι) που συμπληρώνει το ψωμί, κολατσιό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προσφάγι
|