παστό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παστό ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ή θηλυκό
- (γλώσσα) ιρανική γλώσσα που μιλιέται στο Πακιστάν και στο Αφγανιστάν
Σημειώσεις επεξεργασία
- κωδικός γλώσσας: ps
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- παστό: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
παστό
- αιτιατική ενικού του παστός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παστός