ενικός         πληθυντικός  
tubercule tubercules

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tubercule (fr) αρσενικό

  1. (ιατρική) το φυμάτιο
  2. το φύμα
  3. (βοτανική) κόνδυλος

Συγγενικά

επεξεργασία